- ἐπιτεύχω
- ἐπῐτεύχω1 construct
Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι O. 8.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι O. 8.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επιτεύχω — ἐπιτεύχω (Α) (ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek